- ζωμός
- ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός)το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος»)αρχ.1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.)2. (σκωπτικά) ευτραφής, χοντρός («λιπαρός... Δημοκλῆς, ζωμὸς κατωνόμασται», Αναξανδρ.)3. (στην αλχημεία) απόπλυμα4. φρ. «μέλας ζωμός»(στην αρχαία Σπάρτη) ο ζωμός που παρασκευαζόταν από χοιρινό κρέας και αίμα και τον οποίο έτρωγαν στα κοινά συσσίτια οι ενήλικοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η σύνδεση του με το ζύμη* προϋποθέτει μετάπτωση ō:ū, που δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή.ΠΑΡ. αρχ. ζωμάριον, ζωμεύω, ζωμίδιον, ζωμίλη, ζωμίον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ζωμάλμη, ζωμήρυσις, ζωμοποιώ, ζωμοτάριχοςνεοελλ.ζωμοδόχος, ζωμοθεραπεία. (Β' συνθετικό) εύζωμος, αρχ. αφαρόζωμος, οξύζωμος, πεπερόζωμος].
Dictionary of Greek. 2013.